τριμμός

τριμμός
τριμμός
beaten track
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριμμός — ὁ, Α [τρίβω] πολυσύχναστος δρόμος …   Dictionary of Greek

  • τριμμοῖς — τριμμός beaten track masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριμμούς — τριμμός beaten track masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριμμῶν — τριμμός beaten track masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιμμός — νιμμός, ὁ (Α) (κατά τον Ζωναρά) «ἡ κάθαρσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + κατάλ. μός (πρβλ. τριμμός)] …   Dictionary of Greek

  • στρυμώχνω — και στρυμώνω και στριμώ (χ)νω και στριμώγνω Ν 1. συμπιέζω, συνωθώ 2. μτφ. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, σε πολύ δύσκολη θέση («μέ στρύμωξε και τού τά πα όλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στρυμώ(χ)νω κατά την πιθανότερη άποψη έχει σχηματιστεί από τον τ. στρύμοξ* …   Dictionary of Greek

  • τρίμμ' — τριμμέ , τριμμός beaten track masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”